- Κεχηναῖοι
- Κεχην-αῖοι, ων, οἱ, Comic word (from κέχηνα) for Ἀθηναῖοι, Gapenians for Athenians, Ar.Eq.1263.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Κεχηναίων — Κεχηναί̱ων , Κεχηναῖοι fem gen pl Κεχηναί̱ων , Κεχηναῖοι masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχηναίος — α, ον (Α Κεχηναῑος, α, ο ν) νεοελλ. αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηνώς αρχ. (ο πληθ. τού αρσ. ως εθνικό όν.) Κεχηναῑοι (κωμικό λογοπαίγνιο τού Αριστοφάνη για τους Αθηναίους) αυτοί που χάσκουν, οι χάχηδες («τῇ Κεχηναίων πόλει», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Κεχηναίους — Κεχηναί̱ους , Κεχηναῖοι masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)